Αυτή είναι η σελίδα του site του ΕΟΠΠΥ όπου μας πήγαν με το έτσι θέλω. Για να μπείτε πατήστε ΕΔΩ.
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ
- Του σωματείου, με την επωνυμία «ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΗΣΑΠ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Μενάνδρου, αριθμός 51, όπως νομίμως αυτό εκπροσωπείται.
- Του Φωτόπουλου Εμμανουήλ του Ευαγγέλου, κατοίκου Καλλιθέας Αττικής, οδός Σιβιτανίδου, αριθμός 9.
- Του Ρουσιά Ευθυμίου του Ευσταθίου, κατοίκου Περιστερίου, οδός Ρούπελ, αριθμός 4.
- Της Κουλοβασιλοπούλου Φωτεινής του Γεωργίου, κατοίκου Μοσχάτου, οδός Ιλισού, αριθμός 17.
- Του Κουτσονικόλα Νικόλαου του Δημητρίου, κατοίκου Αθηνών, οδός Σφιγγός, αριθμός 67.
- Του Ξιαρχογιαννόπουλου Ηλία του Ιωάννη, κατοίκου Περιστερίου, οδός Τυρεσίου, αριθμός 31.
- Του Μπονάρου Ηλία του Χαραλάμπους, κατοίκου Ιλισίων, οδός Αλκαίου, αριθμός 38.
- Του Ζωάκου Βασιλείου του Ηλία, κατοίκου Αθηνών, οδός Αγίου Μελετίου, αριθμός 152.
- Του Γεωργίου Δημητρίου του Χαριλάου, κατοίκου Αιγάλεω, οδός Στεφάνου Σαράφη, αριθμός 96.
- Του Γαζή Κωνσταντίνου του Ευαγγέλου, κατοίκου Κερατσινίου, οδός Μικράς Ασίας, αριθμός 106.
- Του Χειμώνα Ιωάννη του Ευαγγέλου, κατοίκου Ιλίου, οδός Μηδείας, αριθμός 4.
- Του Χαϊντιντόγλου Ανδρέα του Μιχαήλ, κατοίκου Περάματος, οδός Βυζαντίου, αριθμός 37.
- Του Μητροκώτσα Νικόλαου του Αγγελή, κατοίκου Κερατσινίου, οδός Μικελίου, αριθμός 14.
- Του Λασκαρίδη Μενέλαου του Λάσκαρη, κατοίκου Ελληνικού, οδός Βοσπόρου, αριθμός 18.
- Του Κουτσοθόδωρου Νικόλαου του Κωνσταντίνου, κατοίκου Νέου Κόσμου, οδός Δέσπως Σέχου, αριθμός 26.
- Της Γερεντέ Αικατερίνης του Δημητρίου, κατοίκου Αθηνών, οδός Περγάμου, αριθμός 24.
ΚΑΤΑ
1. Των διατελεσάντων Υπουργών Οικονομικών από το έτος 2009
μέχρι και σήμερα.
2. Των διατελεσάντων Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής
Ασφάλισης από το έτος 2009 μέχρι και σήμερα και
3. Παντός αρμοδίου και υπευθύνου οργάνου των ως άνω υπουργείων.
________________
Αξιότιμε κ. Εισαγγελεύ,
Όλοι οι ανωτέρω τυγχάνουμε συνταξιούχοι του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού ΗΣΑΠ και ήδη ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (ά. 1 του ν. 3655/2008).
Την 06.07.2010, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. ΑΠΦ 80000/14254/1097/06-07-2010 Υ.Α των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης, κατ’ εξουσιοδότηση του ά. 3 παρ. 15 του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ 65 Α΄/6-5-2010) «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», περί χορήγησης των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων – Πάσχα και επιδόματος αδείας.
Δια της εν λόγω αποφάσεως, περιεκόπησαν τα καταβαλλόμενα στους συνταξιούχους όλων των κυρίων φορέων ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας. Συγκεκριμένα, ορίστηκε ότι τα εν λόγω επιδόματα, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη χορηγούνται εφεξής στους συνταξιούχους αφενός μεν υπό την προϋπόθεση, ότι έχουν συμπληρώσει το 60 έτος της ηλικίας τους και οι αποδοχές τους δεν υπερβαίνουν συνυπολογιζομένων και των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας τα 2500 ευρώ μηνιαίως, αφετέρου δε μόνο κατά το οριζόμενο ποσό, ήτοι ποσό 400 ευρώ για το επίδομα Χριστουγέννων, ποσό 200 ευρώ για το επίδομα Πάσχα και το επίδομα αδείας.
Κατά της ανωτέρω αναφερομένης υπ’ Αριθμ. Πρωτοκ. Φ80000/14254/1097/06-07-2010 Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως, των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης, ως και κατά πάσας ετέρας συναφούς πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως, προσφύγαμε ήδη νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και αιτηθήκαμε την ακύρωση και εξαφάνιση αυτής, δια τους παρακάτω νομίμους, βάσιμους και αληθείς λόγους ως έχοντες πρόδηλο προσωπικό, συγκεκριμένο και άμεσο έννομο συμφέρον.
Το έννομο συμφέρον μας, θεμελιώνεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, ως και κατωτέρω αναλυτικά αναφέρουμε, η ως άνω κοινή υπουργική απόφαση προκάλεσε και προκαλεί κατάφωρη βλάβη στα ασφαλιστικά και περιουσιακά δικαιώματα απάντων των μελών του σωματείου μας, συμπεριλαμβανομένων φυσικά και ημών των ιδίων και αποτελεί σημαντικότατο εμπόδιο στη δράση μας για την προστασία και υπεράσπιση των οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών, ηθικών και πολιτιστικών συμφερόντων των συνταξιούχων μελών μας.
Θεωρούμε δε ότι η εν λόγω κοινή υπουργική απόφαση, αλλά και κάθε άλλο υπέρτερο αυτής σε ισχύ νομικό κατασκεύασμα που πλήττει καίρια και απειλεί την ίδια τη βιωσιμότητά μας ως ατόμων και ως σωματείου, συνιστά ευθέως βαρύτατη εγκληματική συμπεριφορά σε βάρος όλων των θιγομένων από τα αποτελέσματα αυτής προσώπων.
Διότι τέτοιου είδους ληστρικές πρακτικές και επιτήδειες δόλιες μεθοδεύσεις των εκπροσώπων της εκτελεστικής εξουσίας, αποδεικνύει περίτρανα τη συμπαιγνία ημεδαπών και αλλοδαπών κέντρων αποφάσεων, των οποίων η συνολική πολιτική και στρατηγική στοχεύει στην ευθεία βλάβη της προσωπικότητάς μας και απάντων των εννόμων αγαθών μας σε υπηρεσιακό, ηθικό και κοινωνικό επίπεδο.
Πλέον συγκεκριμένα:
· Η παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας
Η πρόβλεψη της παρ. 1 της ως άνω κοινής υπουργικής αποφάσεως, κατά την οποία το επίδομα αδείας δεν χορηγείται σε όσους δεν έχουν ακόμη συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας τους, αποτελεί βαρύτατη ευθεία προσβολή των ήδη θεμελιωμένων (γεγενημένων) δικαιωμάτων μας και έρχεται σε πλήρη αντίθεση και σύγκρουση με την αρχή της ισότητας.
Η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει πρωτίστως το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας (άρα σαφώς και άπαντες τους ανωτέρω μηνυομένους διατελέσαντες υπουργούς οικονομικών και εργασίας) και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας, όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση.
Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, όχι μόνον ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους (ΣτΕ 2396/2004), αλλά και προκειμένου να ερευνάται το σύννομο ή μη της άσκησης των καθηκόντων των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας, τα οποία σε περίπτωση παραβίασης της εν λόγω αρχής, υπέχουν ποινική ευθύνη για τη διάπραξη του προβλεπόμενου στο άρθρο 259 του ΠΚ, αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος.
Τόσο λοιπόν ο κοινός νομοθέτης, όσο και τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, υποχρεούνται κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων να μην μεταχειρίζονται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις οι οποίες δεν ανταποκρίνονται σε αντικειμενικά κριτήρια και δεν επιβάλλονται από επαρκείς λόγους κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, που σαφώς, σοβαρώς και εξειδικευμένα επιτρέπουν αυτή την διάκριση.
Αποκλείεται, δηλαδή, η αυθαίρετη δυσμενής διάκριση, με κριτήρια που δεν ανταποκρίνονται στις προαναφερθείσες συνταγματικές προϋποθέσεις (ΣτΕ 1252-1253/2003 Ολ., 2396/2004, 2799/1984 Ολ., 2717/1988, 1426/1989, 2820/1999, 1661/80, 3027-31/80, 1463-4/78, 3217/77, 3160/76, 2080/50 κα, Α.Π. 43/1987, 1411/1984, 5/1982, 5/1982, 775/82, ΝοΒ 31 (1983), σελ. 667, 1227, 1470-1/1977, ΤοΣ 4 (1978), σελ. 1960, ΟλΑΠ 1336/85, 19/89, 3/90, 1/91).
Συνεπώς αν γίνει -με νόμο ή υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατά νομοθετική εξουσιοδότηση- δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για μία κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί κατά αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, από τη ρύθμιση αυτή, μία άλλη κατηγορία προσώπων για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευνοϊκής μεταχειρίσεως, τότε η διάταξη που εισάγει αυτή τη δυσμενή διάκριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική, οι δε αποφάσεις των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας που την υλοποιούν, ελέγχονται επίσης για τη συμφωνία τους με το σύνταγμα, τόσο σε επίπεδο διοικητικού, όσο και σε επίπεδο ποινικού δικαίου.
Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω, το όριο των 60 ετών είναι προδήλως αυθαίρετο και η επιβολή του δεν συναρτάται ούτε με κάποια ιδιότητα των δικαιούχων που εξαιρέθηκαν, ούτε με κάποιο λόγο δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, η υπό κρίση ρύθμιση είναι αντισυνταγματική, παράνομη και ακυρωτέα, διότι πλήττει ευθέως και εγκληματικώς τα περιουσιακά μας δικαιώματα.
· Η παράβαση του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος
Επειδή στο άρθρο 22 παρ. 5 Συντ. κατοχυρώνεται, πέραν της θεσμικής εγγύησης, και ένα υποκειμενικό δικαίωμα για ασφάλιση, η ασφαλιστική παροχή αποτελεί γνήσια δημόσια υποχρέωση του ασφαλιστικού φορέα απέναντι στον ασφαλισμένο. Είναι αλήθεια ότι η μέχρι σήμερα νομολογία του Δικαστηρίου δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε συγκεκριμένο ποσό σύνταξης και θεωρεί συνταγματικά ανεκτή τη μείωση του επί μη θεμελιωμένων (γεγενημένων) δικαιωμάτων.
Τα παραπάνω όμως ισχύουν υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α) Ότι υφίσταται, πράγματι, επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, ήτοι αδήριτη ανάγκη για τον περιορισμό των ασφαλιστικών ελλειμμάτων, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς σημαντική δυσμενή επίπτωση στις λοιπές κοινωνικές δαπάνες (πρόνοιας, εκπαίδευσης κ.λ.π.). Το γεγονός αυτό πρέπει να προκύπτει από σαφείς αναλογιστικές μελέτες (βλ. και ΠΕ ΣτΕ 178/2000), σε συνδυασμό με την εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών.
β) Να μην θίγεται ο πυρήνας, το ελάχιστο minimum του δικαιώματος, δηλαδή να μην εκφυλίζονται οι παροχές σε επίπεδα κατώτερα αυτών που επιβάλλει η αρχή της ανθρώπινης αξίας. (Σημειωτέον ότι η υφιστάμενη νομολογία αποκρούει απλώς την κατοχύρωση υποκειμενικών αξιώσεων σε όλη την έκταση της ασφαλιστικής προστασίας).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο λόγος τον οποίο επικαλείται η αιτιολογική έκθεση του εξουσιοδοτικού ν. 3845/2010 για τα ληστρικά, εισπρακτικά μέτρα που ελήφθησαν σε βάρος μας, δεν συνάδει με κάποιον εκ των συνταγματικά προβλεπομένων σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Την ανυπαρξία δε σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ικανού να δικαιολογήσει τη σε βάρος μας εξαπολυθείσα ληστρική επιδρομή, καταδεικνύει η ίδια η αιτιολογική έκθεση του Ν. 3845/2010, όπου αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής: «Επιπλέον, εισάγονται αλλαγές στην εργατική νομοθεσία, που κρίνονται διεθνώς αναγκαίες, προκειμένου να σταλεί το μήνυμα ότι η χώρα έχει λάβει την αμετακίνητη απόφαση να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της, να προσελκύσει επενδύσεις και με τον τρόπο αυτό να προωθήσει την απασχόληση και την αναπτυξιακή της προοπτική προς όφελος των πιο αδύνατων πολιτών».
Τέτοιου είδους όμως «μηνύματα», υπαγορευόμενα από πολιτικά και μικροπολιτικά συμφέροντα, δεν μπορεί να αποστέλλονται σε βάρος της δικής μας – ατομικής και οικογενειακής – βιωσιμότητας και αξιοπρέπειας.
Το ίδιο το κράτος και η κυβέρνηση ομολογούν ουσιαστικά και τυπικά ότι τα εν λόγω μέτρα που παρανόμως έλαβαν σε βάρος μας δεν είναι αυτά που η κυβέρνηση, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 82 παρ. 1 κατευθυντήριας αρμοδιότητας της, θεωρεί σκόπιμα, αλλά όσα ο διεθνής παράγοντας «κρίνει» ως αναγκαία, προφανώς για να εξυπηρετήσει το δικό του πλουτισμό! Καθ’ ο μέρος λοιπόν δεν υφίσταται επίκληση συνταγματικά ανεκτών λόγων δημοσίου συμφέροντος (βλ. σχετικά Γ. Κατρούγκαλου, Memoranda sunt servanda? Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 2/2010), οι περικοπές των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος αδείας είναι αντισυνταγματικές, παράνομες και εγκληματικές.
· Η παράβασης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (μη ύπαρξη αναλογιστικής μελέτης)
Οι ως άνω αναφερόμενες δυσμενείς σε βάρος μας ρυθμίσεις, υιοθετήθηκαν χωρίς προηγουμένως να εκπονηθεί σχετική αναλογιστική μελέτη, που να δικαιολογεί την αναγκαιότητα λήψης τοςυ και την μη ύπαρξη λιγότερο επαχθούς μέσου για την ικανοποίηση των – υποτιθέμενων – σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Η προϋπόθεση της προηγούμενης εκπόνησης αναλογιστικών μελετών, απορρέει από την υποχρέωση για κρατική μέριμνα του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντ. (πρβλ., ενδεικτικά, και Διοικ. Εφ. Θεσ. 432/2003), προκύπτει όμως και από την Διεθνή Σύμβαση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας, (κυρώθηκε με το Ν. 113601981).
Στο άρθρο 70 παρ. 3 του εν λόγω Κώδικα, προβλέπεται ότι τα κράτη μέλη «έχουν γενική ευθύνη σε ό, τι αφορά την εξυπηρέτηση των χορηγουμένων παροχών κατ’ εφαρμογή του Κώδικα, ως προς όλα τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη του σκοπού αυτού» και ότι: «το συμβαλλόμενον μέρος (…) οφείλει να εξασφαλίζει ώστε αι μελέται και οι αναγκαίοι αναλογιστικοί υπολογισμοί οι αφορώντες την οικονομικήν ισορροπίαν, να γίνονται περιοδικώς και εν πάση περιπτώσει εκ προοιμίου και εις πάσαν τροποποίησιν των παροχών, του ποσοστού ασφαλιστικών εισφορών ή των φόρων διατιθεμένων εις την κάλυψιν των υπόψη κυνδύνων». (Πρβλ. σχετικά τα ΣτΕ ΠΕ119/1996, 86/1994, 528/1994, πρβλ. και τη μειοψηφία της ΣτΕ 3096/2001.)
Σημειωτέον ότι οι αναλογιστικές μελέτες δεν είναι, κατά την ανωτέρω ρύθμιση, αναγκαστικές μόνον επί αυξήσεων των παροχών αλλά «εις πάσαν τροποποίησιν των παροχών» και τούτο ώστε να καθίσταται δυνατό, υπό το φως και της αρχής της αναλογικότητας, ο έλεγχος της αναγκαιότητας και της καταλληλότητας των ληφθησομένων μέτρων.
Συνεπώς, η μη ύπαρξη σχετικής αναλογιστικής μελέτης, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, της αρχής της αναλογικότητας και των επί μέρους εκφάνσεών της περί αναγκαιότητας και προσφορότητας και καταδεικνύει τη σκοπιμότητα των οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας να βλάψουν τα ασφαλιστικά και περιουσιακά μας δικαιώματα, για να εξυπηρετήσουν δικούς τους ιδιοτελείς στόχους, παραβαίνοντας κατάφωρα τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα.
· Η παράβαση του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, την οποία μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. (βλ. πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο εξής Ε.Δ.Δ.Α., Pressos Compania Naviera SA κατά Βελγίου της 20.11.1995, Pine Valley Development κατά Ιρλανδίας της 2.11.1991, Γεωργιάδης κατά Ελλάδος της 28.3.2000, ΣτΕ 3739/1999, Ε.Δ.Κ.Α. 1999, σελ. 16)
Στην έννοια της περιουσίας, όπως προστατεύεται από το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως “ και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα” και ειδικότερα απαιτήσεις, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Ε.Δ.Δ.Α., Pressos Compania Naviera SA κατά Βελγίου της 20.11.1995, Pine Valley Development κατά Ιρλανδίας της 2.11.1991, Γεωργιάδης κατά Ελλάδος της 28.3.2000, ΣτΕ 3739/1999, Ε.Δ.Κ.Α. 1999, σελ. 16).
Παρόμοιας φύσης είναι και τα ενοχικά δικαιώματα επί σύνταξης (Ε.Δ.Δ.Α. υπόθεση Αζινάς κατά Κύπρου της 20.6.2002, υπόθεση Αντωνακόπουλου κ.α. κατά Ελλάδος της 14.12.1999, Γεωργιάδης κατά της 28.3.2000, Ε.Σ. [Ολ] 2274/1997, ΣτΕ 3739/19999) και για το λόγο αυτό το ΕΔΔΑ δέχεται ότι στα διανεμητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι το ελληνικό, απαγορεύεται η ουσιώδης μείωση της σύνταξης (βλ. την απόφαση ΕΔΔΑ της 12ης Οκτωβρίου 2004, Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, ΕΔΚΑ, 2205, σ. 97, με παρατηρήσεις Π. Πετρόγλου) και προβαίνει σε έλεγχο αναλογικότητας του μέτρου με το οποίο μειώνεται η παροχή σε σχέση με τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται και με την προστασία του πυρήνα του δικαιώματος.
Συνεπώς, η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο απαίτηση του ήδη συνταξιούχου για καταβολή της κανονισθείσας σε αυτόν σύνταξης στο ακέραιο, η οποία έχει ήδη γεννηθεί και, επομένως, αποτελεί από τη γέννησή της στοιχείο της περιουσίας του, δεν επιτρέπεται να περιορισθεί με μεταγενέστερη νομοθετική ρύθμιση, εάν δεν συντρέχουν λόγοι πραγματικής δημόσιας ωφέλειας, οι οποίοι να δικαιολογούν τον περιορισμό, γιατί δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 1 εδάφιο α΄ του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α., αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση προστατευόμενου από αυτό περιουσιακού αγαθού (βλ. Ε.Σ. 27/2004 [Πράξη], Ε.Δ.Κ.Α., 2004, σελ. 288, 36/2006, Ε.Δ.Δ.Δ., 2006, σελ. 360).
Επομένως, ο κοινός νομοθέτης δύναται, συμφώνως προς την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 του ανωτέρω Πρωτοκόλλου, να στερήσει τον δικαιούχο από γεγενημένα ως άνω δικαιώματα, αλλά μόνο «δια λόγους δημόσιας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους», οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται και να αιτιολογούνται ειδικώς.
Απαιτείται επομένως, όχι απλώς η ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας (που μάλιστα πάντα υπάρχει, ως δημοσιονομικό όφελος επί απόσβεσης ή περιορισμού περιουσιακών δικαιωμάτων, τα οποία υφίστανται έναντι του Δημοσίου), αλλά και η συνδρομή περαιτέρω τασσόμενων σχετικών από τον νόμο ή τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρων.
Τέτοιοι όροι είναι η –με βάση ορισμένη διαδικασία- διαπίστωση της δημόσιας ωφέλειας, ή η θέσπιση άλλων υπέρ των δικαιούχων παροχών ή πλεονεκτημάτων που αντισταθμίζουν την περιουσιακή απώλεια (Ελ. Συν. 1562/2005, Ε.Δ.Δ.Δ., 2005, σελ. 822, βλ. σχετικά Π. Παπαρηγοπούλου, Ανταποδοτική και βασική σύνταξη σε αναζήτηση ακριβοδικίας, Εισήγηση στο ΔΣΑ, Ιούνιος 2010).
Όπως όμως και ανωτέρω αναφέραμε, στην προκειμένη περίπτωση ουδεμία «δημόσια ωφέλεια» και ουδέν «δημόσιο συμφέρον», επιχειρήθηκε να εξυπηρετηθεί. Η ωμή, απροκάλυπτη και εγκληματική στέρηση της περιουσίας μας, άλλωστε, δεν μπορεί παρά να βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, καθ’ ότι εκμηδενίζει την αγοραστική μας δύναμη και μας αποξενώνει πλήρως από την αγορά και την πραγματική οικονομία.
· Η παράβαση του άρθρου 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη
Η κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα ληστρική επιδρομή σε βάρος των
συνταξιούχων, έρχεται σε πλήρη αντίθεση και με σειρά προστατευτικών διατάξεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΕΚΧ), ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 1426/1984, και συγκεκριμένα το άρθρο 12 (προστασία της κοινωνικής ασφάλισης), 30 (δυνατότητα παρέκκλισης από τις ρυθμίσεις του ΕΚΧ μόνο σε περίπτωση πολέμου ή δημόσιου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους) και το άρθρο 31 (υποχρέωση αποτελεσματικής εφαρμογής διατάξεων του ΕΚΧ και επιβολής μόνο των αναγκαίων περιορισμών στα προστατευόμενα δικαιώματα για αυστηρά περιορισμένους λόγους που αφορούν την εγγύηση του σεβασμού των δικαιωμάτων και ελευθεριών ή την προστασία της δημόσιας τάξης, της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας υγείας ή των χρηστών ηθών).
Κατά τη νομολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων επί των ανωτέρω διατάξεων, όταν ένα κράτος οφείλει να σταθμίσει αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα προκειμένου να διαθέσει κατά προτεραιότητα δημόσιους πόρους, τα μέτρα που πράγματι λαμβάνει θα πρέπει, σε αναφορά με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, να πληρούν απαραιτήτως τρία κριτήρια:
α. να ισχύουν για περιορισμένο και εύλογο χρονικό διάστημα, β. να συμβάλλουν με μετρήσιμο τρόπο στην πρόοδο και γ. να χρησιμοποιούν βέλτιστα τους δημόσιους πόρους που διατίθενται (βλ. σχετ. τη γενική εισαγωγή της Επιτροπής στα Συμπεράσματα (Conclusions) XIV-1, σ. 11, σ. 225, ΧΙΙΙ-4, σ. 143 στη Δήλωση Ερμηνείας του άρθρου 12, στην απόφαση της επί της Συλλογικής Καταγγελίας 43/2007- Sindicato dow Magistrados do Ministerio Publico (SMMP) c. Portugal., πρβλ. Ν. Αλιπραντή (επιμ.). Τα κοινωνικά δικαιώματα σε υπερεθνικό επίπεδο ανά τον κόσμο, 2008).
· Η παράβαση των άρθρων 2, 9 και 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Πολιτιστικά και Κοινωικά Δικαιώματα των Η. Ε.
Οι ως άνω αναφερόμενες ένδικες ρυθμίσεις είναι ευθέως αντίθετες και με τις προστατευτικές ρυμθίσεις του Διεθνούς Συμφώνυ του ΟΗΕ για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα (κυρώθηκε με τον νόμο 1532/85).
Ειδικότερα, με αυτές του άρθρου 9 που εγγυάται το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια και τις γενικές διατάξεις των άρθρων 2 και 11 παρ. 1, που επιβάλλουν στα κράτη την υποχρέωση των κρατών να ενεργούν με όλα τα διαθέσιμα μέσα ώστε να εξασφαλίζουν το δικαίωμα του καθενός σε ένα ελάχιστο επίπεδο ζωής, και στην “συνεχή βελτίωση των βιοτικών συνθηκών”.
Κατά τη νομολογία της Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών που εποπτεύει την εφαρμογή του Συμφώνου, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης κάθε κράτος πρέπει να διασφαλίζει την ευρύτερη δυνατή απόλαυση των υπό κρίση θεμελιωδών δικαιωμάτων και να προστατεύει τα ευάλωτα μέλη της κοινωνίας (βλ. σχετικά Γενικό Σχόλιο υπ’ αριθμό 3 της Επιτροπής, §§ 11-12, πρβλ. Γ. Κατρούγκαλου. Θεσμοί κοινωνικής πολιτικής και προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, Αθήνα, 2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, οι ως άνω μηνυόμενοι – υπό την ιδιότητά τους ως εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας – κάθε άλλο παρά μερίμνησαν – κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους – για την προστασία μας ως ευάλωτων και ευπαθών κοινωνικά ομάδων και για το λόγο αυτό πρέπει να διερευνηθούν και να τους αποδοθούν και οι προσήκουσες ποινικές ευθύνες.
- Η παράβαση των άρθρων 34, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεδομένου ότι στα μνημόνια, τα οποία περιέχονται ως παραρτήματα στο
ν. 3845/2010, τον εξουσιοδοτικό νόμο της προσβαλλομένης) περιλαμβάνεται κοινό πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας που έχει καταρτιστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχει έδαφος εφαρμογής και στην ένδική περίπτωση ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης/123/2000 (2007/C 303/01), ο οποίος είναι ισόκυρος με τους κανόνες του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου.
Οι δεν ένδικες ρυθμίσεις είναι ευθέως αντίθετες στις προβλέψεις του άρθρου 34 περί προστασίας της κοινωνικής ασφάλισης και της γενικής απαγόρευσης επιβολής περιορισμών ευρύτερων από των επιτρεπομένων στον εν λόγω Χάρτη.
Επειδή κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, οι μηνυόμενοι έλαβαν και εξέδωσαν κοινή υπουργική απόφαση, με περιεχόμενο προδήλως παράνομο, αντισυνταγματικό και αντίθετο με υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις.
Επειδή η εφαρμογή της εν λόγω αποφάσεως τους πλήττει άμεσα και καίρια τα περιουσιακά μας δικαιώματα, στερώντας από εμάς κάθε δυνατότητα διασφάλισης ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου και έτσι θέτει σε άμεσο κίνδυνο την ικανοποίηση και αυτών ακόμη των στοιχειωδών αναγκών διαβίωσής μας.
Επειδή ενόψει όλων των προεκτεθέντων έχουμε ήδη προσφύγει στη δικαιοσύνη και έχουμε αιτηθεί την ακύρωση και εξαφάνιση της επίδικης κοινής Υπουργικής Απόφασης και έχουμε αξιώσει με αγωγή την καταβολή σε εμάς των παρανόμως περικεκομμένων ποσών, βάσει των διατάξεων περί αστικής ευθύνης του δημοσίου.
Επειδή εκ του συνόλου των ανωτέρω αναφερομένων πραγματικών περιστατικών προκύπτουν ενδείξεις στοιχειοθέτησης – μεταξύ άλλων – και ποινικών ευθυνών σε βάρος των διατελεσάντων υπουργών Οικονομικών καθώς και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί σχεδίασαν, οργάνωσαν και άσκησαν τα καθήκοντα τους στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους.
ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
Και με τη ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος μας
ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
Όπως πράξετε παν το νόμιμο και αναγκαίο για τη διερεύνηση και απόδοση τυχόν ποινικών ευθυνών στα πρόσωπα στα οποία αυτές υπάρχουν για την ενδεχόμενη διάπραξη αδικημάτων προβλεπομένων στον Ποινικό Κώδικα καθώς και στους ειδικούς ποινικούς νόμους, όπως αυτοί εκάστοτε ισχύουν.
Αθήνα, 2 Μαΐου 2012
Με εντολή Γενικής Συνέλευσης
της 6 Μαρτίου 2012
Ο Πρόεδρος Ο Γενικός Γραμματέας
Ευθύμιος Ρουσιάς Νικόλαος Μητροκώτσας