Η Αποχώρηση δύο ξεχωριστών ανθρώπων
Ο Μανώλης Φωτόπουλος, δεξιά, στο Μουσείο που έστεισε και αγάπησε…
Και ο Κώστας Γαζής στο βήμα της πρόσφατης Γενικής Συνέλευσής μας…
Το ρολόι του χρόνου αμείλικτο δευτερόλεπτο-δευτερόλεπτο, τικ-τακ, χρόνος ασήμαντος και μας ξεγελά. Για να μην καταλαβαίνουμε την φθορά μας και να συνεχίζουμε να δημιουργούμε και να βλέπουμε το χτες με το αύριο τόσο κοντά και τόσο μακριά και αυτό ένιωθα κάθε φορά που ο αμείλικτος χρόνος με ανάγκαζε να αποχωρίζομαι γνωστούς φίλους και Συνεργάτες στον χώρο που έζησα μια ολόκληρη ζωή πάνω από μισό αιώνα και ειδικότερα εμείς που ασχοληθήκαμε με τα κοινά. Γιατί όσοι ασχολήθηκαν με τον Συνδικαλισμό με αγάπη για αυτό που έκαναν στον τόσο παρεξηγημένο και ένοχο χώρο στις μέρες μας, απόκτησαν το μικρόβιο το οποίο δεν μπορείς να γιατρευτείς εύκολα γι’ αυτό και εμείς παρά το προχωρημένο της ηλικίας μας ασχολούμεθα ακόμα, γιατί πάρα την άγρια ομορφιά που σου προσφέρει, είναι το μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο της ζωής.
Εκεί γνωρίζεις τον Άνθρωπο και τις Αδυναμίες του και τις κουτοπονηριές του. Εκεί σε βρίζουν περισσότερο αυτοί που έχεις κατά καιρούς εξυπηρετήσει σε κάποια φάση της ζωής τους. Εκεί γνωρίζεις ωραίους φίλους. Εκεί γνωρίζεις να εκτιμάς το ειδικό βάρος της κάθε προσωπικότητας και που το πάει ο καθένας από εμάς. Εκεί μαθαίνει το μάτι σου να ξεχωρίζει τις προθέσεις της εκτίμησης του κάθε προβλήματος και το μυαλό σου να εκτιμά την βαρύτητα του και να αντιδράς αναλόγως με μοναδικό σύμβουλο τον εαυτό σου και την εμπειρία σου. Εκεί ο καθένας από εμάς άφησε το στίγμα του στον χώρο.
Εγώ είχα την τύχη να συνεργαστώ με όλους τους μεγάλους Συνδικαλιστές του χώρου μας, εκεί γνώρισα ανθρώπους με οξύτατη Συνδικαλιστική παιδεία, με Μπέσα όπως λέω. Με ανθρώπους που γνώριζαν ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση σε κάθε τους βήμα και ποτέ δεν έλεγαν το δώσε υμείν σήμερον και απέφευγαν να χαϊδέψουν αυτιά. Γι’ αυτό και έφτασαν το προσωπικό σε τέτοια επίπεδα αμοιβών, συνθήκες δουλειάς, ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Θα αποφύγω να αναφερθώ σε ονόματα γιατί τρομάζω στην ιδέα μήπως ξεχάσω κανέναν και δεν θα συγχωρούσα τον εαυτό μου, άλλωστε το προσωπικό γνωρίζει ποιοι άφησαν το στίγμα τους. Θα κάνω μόνο μια εξαίρεση στον Μέντορά μου τον Μάριο τον Παπακωνσταντίνου, γιατί αυτός με έπεισε να παραμείνω και να ασχοληθώ με τον Συνδικαλισμό. Και μου έλεγε πάντα όταν απελπιζόμουν από ορισμένες συμπεριφορές και άδικες επιθέσεις που πολύ εύκολα δέχονταν οι συνδικαλιστές επί δικαίων και αδίκων όλοι ανεξαρτήτως ενώ δεν είμαστε όλοι ίδιοι και επειδή εγώ δεν σήκωνα και πολλά πολλά αποφάσισα να τα παρατήσω. Μου έλεγε πάντα μην ξεχνάς ποτέ ότι εκεί βρίσκεται και το μεροκάματο σου και πρέπει να το υπερασπιστείς και θα μάθεις με τους λύκους θα είσαι λύκος και με τα πρόβατα θα είσαι πρόβατο, και έτσι κόλλησα το Μικρόβιο και πέρασα αυτό το μεγάλο σχολείο του Συνδικαλισμού με επιτυχίες, αποτυχίες, με χαρές και λύπες, με ωραίους φίλους και μια εκτίμηση από μεγάλη μερίδα των συναδέλφων και του Συνδικαλιστικού Κινήματος του χώρου μας.
Αυτή την μικρή αναδρομή την έκανα γιατί στην τελευταία Συνέλευση που κάναμε είχαμε δύο σημαντικές αποχωρίσεις από το Σωματείο μας δύο προσώπων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα Συνδικαλιστικά πράγματα του χώρου μας επί πολλές δεκαετίες που είχαν όπως όλοι μας και καλές και κακές στιγμές, όμως ήταν από αυτούς που τραβούσαν το κάρο μπροστά. Τελείως διαφορετικές προσωπικότητες.
Ο Μανώλης Φωτόπουλος δημιουργικός, τελειομανής, ακούραστος στο νοικοκύρεμα, στους χώρους, στα αρχεία, σε πρωτοποριακές ιδέες και ανατροπές που εξασφάλιζε σε εμάς μια μεγάλη βιβλιοθήκη ανά πάσα στιγμή και όπως είπα στη Συνέλευση μπορούσε να πάρει και το Σωματείο στο σπίτι του, γιατί στην μορφή που βρίσκεται σήμερα είναι δικό του δημιούργημα με ατελείωτες ώρες δουλειάς.
Ο Κώστας Γαζής με τον εκρηκτικό του χαρακτήρα και με ψυχή μικρού παιδιού για όσους έζησαν από κοντά και είμαι από τους τυχερούς που γνώρισα την βαθιά του γνώση, τον γραπτό του λόγο, πάντα τεκμηριωμένος που έφερνε σε δύσκολη θέση και έμπειρους νομικούς, με προφορικό λόγο πληθωρικό, με μπέσα και καθαρές κουβέντες. Το μόνο τρωτό του σημείο ο εκρηκτικός του χαρακτήρας που τον αδικούσε ορισμένες φορές και όπως του έλεγα χαριτολογώντας: Γεμίζεις την καρδάρα με το γάλα και ύστερα κατουράς μέσα. Είναι όμως μεγάλη η προσφορά του στα κοινά και τέτοιες προσωπικότητες θα λείψουν από τον χώρο, όλοι μας έχουμε τα ελαττώματά μας ουδείς τέλειος. Γι’ αυτό και θα μας λείψει η ρητορική του, ο γραπτός του λόγος και οι εξάρσεις του.
Φίλε Μανώλη, Φίλε Κώστα, σας εύχομαι υγεία και να σας βλέπουμε στις δύσκολες ώρες που περνάμε να τα λέμε να φεύγει λίγο η μαυρίλα της ψυχής μας.
Νιώθω τυχερός που συνεργάστηκα μαζί σας επί πολλές δεκαετίες που διαφωνήσαμε, που συμφωνήσαμε, που μαλώσαμε, που αγαπήσαμε, αλλά που σεβόταν ο ένας την προσωπικότητα του άλλου. Σας ευχαριστώ. Θα μπορούσε να γράψει κανείς έναν ολόκληρο τόμο για σας όμως το κλείνω εδώ λόγο χώρου και συναισθηματικής φόρτισης.