Του Προέδρου
Ευθυμίου Ρουσιά
Διάλογος είναι η συζήτηση που γίνεται ανάμεσα σε δύο ή και περισσότερους ανθρώπους, για την επίλυση των όποιων προβλημάτων παρουσιάζονται στην κοινωνία που ζούμε ή και μεταξύ μας, την ανταλλαγή ιδεών και απόψεων σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, για την επίτευξη, συμφωνία και τη γεφύρωση των αντιθέσεων.
Ο διάλογος αποκτά ουσία, ιδιαίτερη δύναμη και ζωντάνια όταν χαρακτηρίζεται από κάποιες αρετές, μεταξύ των οποίων πρωτεύοντα θέση θα πρέπει να έχουν η πειθώ, η ηπιότητα, η ευπρέπεια, η ειλικρίνεια και η σαφήνεια.
Ας δούμε αναλυτικά τη συμβολή των αρετών αυτών που θα μας καθορίζει τα λόγια μας και τα έργα μας.
Η πειθώ. Πειθώ είναι η πειστική δύναμη του λόγου, η επιχειρηματολογία, με την οποία πετυχαίνει κάποιος να επιβάλλει τη θέλησή του και να πείσει αυτούς που έχουν διαφορετική γνώμη και άποψη να συμμορφωθούν μ’ αυτήν οι αντιγνωμούντες. Η πειθώ αποκτά φίλους πιστούς και ηθελημένους. Εκείνος που με τη θέλησή του πείθεται, συνεργάζεται και συμφωνεί.
Αποκλειστικό μέσο τη πειθούς είναι το επιχείρημα. Η σειρά επιχειρημάτων, συλλογισμών, που συνδέονται λογικά μεταξύ τους για τη στήριξη ή ανατροπή μίας θέσης, δηλαδή η επιχειρηματολογία, είναι η μόνη ορθή μέθοδος της πειθούς και η πεμπτουσία του διαλόγου.
Η ιστορία μας διδάσκει πολλά επιτεύγματα από τα αποτελέσματα του ειλικρινούς διαλόγου καθώς και τις καταστροφές όπου ο διάλογος ήταν μονόλογος π.χ. στο συνέδριο λίγο πριν τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο ναύαρχος του ελληνικού στόλου Ευρυβιάδης εισηγήθηκε να φύγει ο στόλος από τα στενά της Σαλαμίνας και να ενωθεί με τον στρατό στον Ισθμό.
Ο Θεμιστοκλής πήρε τον λόγο και μίλησε προς τον Ευρυβιάδη ως εξής: «Εις χείρας σου είναι τώρα να σώσεις την Ελλάδα, αν πεισθείς σε εμένα και κάνεις ναυμαχία μένοντας εδώ και όχι στους λόγους των άλλων, διότι άκουσε θα έχεις τις εξής ζημιές» και ανέφερε στον Ευρυβιάδη τους λόγους για τους οποίους επέμενε να γίνει η ναυμαχία στα στενά της Σαλαμίνας και όχι κοντά στον Ισθμό καθώς οι Πέρσες έχουν μεγάλα καράβια και δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν ελιγμούς στα στενά της Σαλαμίνας.
Αυτός ο διάλογος που έχει ως μέσο την επιχειρηματολογία, την πειθώ, είναι ο σωστός διάλογος. Ωστόσο, έχει και η πειθώ τα δικά της παράδοξα. Όπως λέει ένας συγγραφέας «είναι πιο εύκολο να περάσεις έναν στρατό από τις Άλπεις, παρά τον κάθε στρατιώτη ξεχωριστά».
Η ευπρέπεια: Ευπρέπεια είναι η ευγενική και πολιτισμένη συμπεριφορά, Είναι αυτό που σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερο από κάθε φορά. Ο ευπρεπής συνομιλητής είναι αξιοπρεπής, κόσμιος, προσηνής και γλυκομίλητος, δεν προσβάλλει την κοινή αισθητική και ηθική, είναι πολιτισμένος άνθρωπος.
Στον αντίποδα της πειθούς, της ηπιότητας, της ευπρέπειας, της ειλικρίνειας, της φρόνησης, της σαφήνειας και άλλων αρετών του διαλόγου, είναι η βία, η οξύτητα, η απρέπεια, το ψέμα, το πείσμα, η ασάφεια και μάλιστα η νεόκοπη, θολερή και ακαταλαβίστικη, η οποία είναι γέννημα των σύγχρονων πολιτικών μας.
Στις μέρες μας στη Βαβέλ του ολέθριου διαλόγου των τηλεοπτικών καναλιών σε έναν βαθμό και του κοινοβουλίου επίσης επικρατεί, δυστυχώς, τελικά όχι όποιος έχει πειστική δύναμη του λόγου, αλλά όποιος φωνάσκει πολύ. Έπαψε πλέον να επικρατεί ο διάλογος μεταξύ των πολιτικών σήμερα, σήμερα επικρατεί ο μονόλογος, κάθε πολιτικός εκφωνεί τον μονόλογο που εκφράζει τις απόψεις της παρατάξεώς του ή και του ιδίου προσωπικά και τίποτε άλλο καθώς δεν τον ενδιαφέρει το πρόβλημα και η λύση του.
Στην ελληνική τηλεόραση της οχλαγωγίας, όποιος τσιρίζει, μάλλον κερδίζει. Είναι ένας τηλεοπτικός βάλτος της ακράτειας της γλώσσας και των ύβρεων που δυστυχώς έχει μεταφερθεί και στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων πολιτών, είναι μία πραγματικότητα που αντί να είναι παράδειγμα αποφυγής, γίνεται παράδειγμα προς μίμηση.
Είναι κατάντια, είναι ντροπή για τους Έλληνες που δίδαξαν τη διαλλακτική, την ευπρέπεια και την πειθώ. Για την κακή εικόνα του τηλεοπτικού διαλόγου, μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν και πολλοί από τον δημοσιογραφικό κόσμο. Είναι οι δημοσιογράφοι που δεν έχουν τη δυνατότητα να συντονίσουν και να διευθύνουν τις συζητήσεις που γίνονται και τις οποίες παρακολουθούν οι ανυποψίαστοι τηλεθεατές.
Είναι εντελώς αδαείς στην πρακτική της διεύθυνσης της συζήτησης και στην τέχνη και επιστήμη, του να κάνουν σημαντικές ερωτήσεις. Χάνουν τον έλεγχο, αγνοούνται και παρακολουθούν αμήχανοι τους φωνασκούντες συνομιλητές τους καθώς δεν έχουν το κύρος για να μπορέσουν να επιβάλλουν την τάξη, ίσως μερικοί να το θεωρούν επιτυχία το να βάλουν τους καλεσμένους να τσακωθούν μεταξύ τους.
Ασφαλώς όλα αυτά μεταφέρονται στους τηλεθεατές για επιμόρφωση. Γενικώς οι νεοέλληνες δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι μας λείπει η κουλτούρα συζήτησης. Γιατί δυστυχώς εκλείπουν από τους νεοέλληνες τα απλά πράγματα όπως: το οικογενειακό τραπέζι όπου πρέπει να συγκεντρωνόμαστε όλοι γύρω του με σειρά και τάξη, λείπει το σχολείο που πρέπει να εφαρμόζει σε όλες τις βαθμίδες τη σχολική ζωή με τη σωστή οργάνωση.
Όλα είναι θέμα παιδείας. Όμως αυτή απαιτεί και χρόνο και κόπο πολύ και συλλογική προσπάθεια, αντιπαράθεση ιδεών, γνωμών, σοβαρός ευρύς διάλογος σύμφωνα με την αντίληψη του σύγχρονου φιλοσόφου, ο οποίος είπε: «Εγώ μπορεί να πλανιέμαι και εσύ μπορεί να έχεις δίκιο.
Γι’ αυτό εμείς πρέπει μαζί να προσπαθήσουμε να φτάσουμε κοντά στ’ αχνάρια της αλήθειας». Στο χέρι μας είναι να εφαρμόσουμε τον πειστικό διάλογο με πειθώ, με ευπρέπεια, με ειλικρίνεια και με ηπιότητα, αν θέλουμε να πάμε μπροστά σαν άτομα, σαν κοινωνία και σαν κράτος.