Ο Ηλεκτρισμός ταυτίστηκε με τον μοντερνισμό, γεγονός που επηρέασε την επιστήμη, την ιδεολογία, την πολεοδομία. Άλλαξε ριζικά τον τρόπο παραγωγής, τον τρόπο μεταφοράς, την ανθρώπινη σκέψη και φαντασία. Βελτίωσε σε αφάνταστο βαθμό τις συνθήκες ζωής, έσπασε τα σύνορα ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα. Η ιστορία του εξηλεκτρισμού μίας πόλης, συνδέεται άρρηκτα με την πληθυσμιακή, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική της ανάπτυξη.
Ο Ηλεκτρισμός έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα το 1887 και βρέθηκε αντιμέτωπος με το φωταέριο, αφού η Αθήνα μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα φωτιζόταν με γκάζι. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία της ΔΕΗ η «Γενική Εταιρεία Εργοληψιών» (Γ.Ε.Ε.) αναλαμβάνει με Διάταγμα του 1887 την παραγωγή και παροχή «ηλεκτρικού φωτός και ηλεκτρικής δυνάμεις εν Αθήναις».
Η εταιρεία κατασκευάζει το πρώτο εργοστάσιό της στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Αγχέσμου (τη σημερινή Βουκουρεστίου) με ισχύ 150ΚW. Το «θαύμα της τεχνολογίας» ενθουσιάζει τους κατοίκους της πρωτεύουσας και οι εφημερίδες μιλούν για «παντοδυναμία του Μάγου του ηλεκτρισμού». Πρώτα φωτίζονται με ηλεκτρικό ρεύμα τα Ανάκτορα, κεντρικά ξενοδοχεία, μεγάλα καφενεία, πολυτελείς κατοικίες, ενώ ακολουθούν τράπεζες, εμπορικά καταστήματα και βιοτεχνίες. Η ίδια εταιρεία ιδρύει το 1889 νέο και πιο οργανωμένο, αν και μικρό σταθμό παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην οδό Αριστείδου και αναπτύσσει το πρώτο δίκτυο διανομής στην πρωτεύουσα προκειμένου να ηλεκτροδοτήσει τη βουλή στην οδό Σταδίου και το Δημοτικό Θέατρο στην οδό Αθηνάς. Τον ίδιο χρόνο ηλεκτροδοτείται επίσης η Θεσσαλονίκη, η οποία ανήκει ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η «Βελτική Εταιρεία» αναλαμβάνει από τις τουρκικές αρχές τον φωτισμό και την τροχοδρόμηση της πόλης με την κατασκευή εργοστασίου ηλεκτρικής ενέργειας. Δέκα χρόνια αργότερα κάνουν την εμφάνιση τους στην Ελλάδα οι πολυεθνικές εταιρείες ηλεκτρισμού. Η Αμερικανική Εταιρεία Thomson-Houston της Μεσογείου, με τη συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας, εξαγοράζει τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις της Γενικής Εργοληπτικής Εταιρείας (Γ.Ε.Ε.) και το 1899 ιδρύει την «Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία Συστήματος Thomson-Houston» (ΕΗΕ) που αναλαμβάνει την ηλεκτροδότηση μεγάλων ελληνικών πόλεων. Το 1901, η ΕΗΕ απέκτησε το δικαίωμα παροχής ρεύματος στους τροχιοδρόμους (Τραμ).
Ο Ατμοηλεκτρικός Σταθμός του Φαλήρου, το πρώτο εργοστάσιο του είδους του στη χώρα, κατασκευάστηκε το 1903 και ήρθε να καλύψει την έλλειψη ενός κεντρικού σταθμού παραγωγής. Το 1904 ηλεκτροδότησε τον σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς και το 1906 εγκαινίασε την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε βιομηχανίες της περιοχής. Η ηλεκτροδότηση της πρωτεύουσας ιδιαίτερα κατά το διάστημα 1924-1927, αποτέλεσε πεδίο οικονομικών ανταγωνισμών, πυροδότησε πολλές αντιπαραθέσεις και προσέλκυσε το ενδιαφέρον ξένων ομίλων. Νικητής σε αυτόν τον ανταγωνισμό στέφθηκε αγγλικός όμιλος «Power and Traction Finance Company Ltd» ο οποίος συνεργαζόμενος με το «Συνδικάτο Μελετών και Επιχειρήσεων» που αντιπροσωπεύεται από την Εθνική Τράπεζα, συγκροτούν τη «Γενική Ελληνική Εταιρείαν».
Με τη σύμβαση της 17ης Οκτωβρίου 1925, επί δικτατορίας Πάγκαλου, ο Αγγλοελληνικός όμιλος εξασφάλισε το αποκλειστικό προνόμιο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και το προνόμιο των μεταφορών στην Αθήνα, στον Πειραιά και στα περίχωρα. Η σύμβαση θεωρήθηκε σκανδαλώδης και εξανάγκασε την Ε.Η.Ε. να μεταβιβάσει τα δικαιώματά της για ηλεκτροδότηση της Αθήνας στη νέα Εταιρεία ενώ η ίδια συνέχισε να δραστηριοποιείται σε άλλες πόλεις της χώρας. Από τη γνωστή ως «Πάουερ» ιδρύθηκαν δύο εταιρείες, η «Ηλεκτρική Εταιρεία Παραγωγής» και η «Ηλεκτρική Εταιρεία Διανομής», οι οποίες λίγο αργότερα συγχωνεύθηκαν στην «Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών – Πειραιώς (ΗΕΑΠ) που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη όλων των ηλεκτρικών εταιρειών της χώρας πριν από την ίδρυση της ΔΕΗ.
Το 1929 θα έχουν ηλεκτροδοτηθεί 250 πόλεις με πληθυσμό άνω των 5.000 κατοίκων. Στις πιο απομακρυσμένες και αραιοκατοικημένες περιοχές, που ήταν οικονομικά ασύμφορο για τις μεγάλες εταιρείες να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, την ηλεκτροδότηση αναλαμβάνουν ιδιώτες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές κατασκευάζοντας μικρά εργοστάσια.
Το 1950 υπήρχαν στην Ελλάδα περίπου 400 εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Ως πρωτογενή καύσιμα χρησιμοποιούσαν το πετρέλαιο και τον γαιάνθρακα, αμφότερα εισαγόμενα από το εξωτερικό. Η κατάτμηση της παραγωγής σε πολλές μικρές μονάδες, σε συνδυασμό με τα εισαγόμενα καύσιμα, εξωθούσε την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στα ύψη, φτάνοντας στο τριπλάσιο μέχρι και πενταπλάσιο των τιμών που ίσχυαν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ηλεκτρική ενέργεια ήταν λοιπόν ένα αγαθό πολυτελείας, τις περισσότερες φορές παρεχόταν με ωράριο και οι ξαφνικές διακοπές ήταν σύνηθες φαινόμενο.
Τον Νοέμβριο του 1948 καταρτίστηκε το τετραετές πρόγραμμα οικονομικής ανόρθωσης από το Ανώτατο Συμβούλιο Ανασυγκρότησης. Στο πλαίσιό του εντασσόταν το πρόγραμμα εξηλεκτρισμού της χώρας, το οποίο προέβλεπε την αξιοποίηση της υδραυλικής δύναμης οκτώ ποταμών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Το αρχικό αυτό πρόγραμμα, ωστόσο, στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τη μελέτη για το σχέδιο εξηλεκτρισμού της χώρας που εκπόνησε η αμερικανική εταιρεία EBASCO SERVICES INK, η οποία ανέλαβε την εποπτεία και την εκτέλεση των έργων στο αρχικό τους στάδιο. Για την εφαρμογή του προγράμματος της EBASCO, τόσο για την κατασκευή των νέων υδροηλεκτρικών και θερμοηλεκτρικών εργοστασίων, όσο για την ενοποίηση και διασύνδεση του δικτύου και τον καθορισμό ενιαίας τιμής κατανάλωσης, ήταν απαραίτητη η καθιέρωση ενός μόνο διαχειριστή. Για τον λόγο αυτό προκρίθηκε η λύση της ίδρυσης της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) στις 7 Αυγούστου 1950. Η ΔΕΗ ξεκινά τη λειτουργία της στις 27 Φεβρουαρίου 1951, οργανωμένη σε δύο μεγάλους τομείς της ηλεκτρικής και της λιγνιτικής εκμετάλλευσης.
Το πρώτο ενεργειακό πρόγραμμα που εκπονήθηκε με την περίοδο 1951-1955 με κεφάλαια από το δημόσιο προϋπολογισμό, το Σχέδιο Μάρσαλ και τις Ιταλικές πολεμικές αποζημιώσεις , περιελάμβανε το θερμικό εργοστάσιο στο Αλιβέρι και τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς στους ποταμούς Λούρο, Άγρα και Λάδωνα. Αυτές οι μονάδες ήταν η ραχοκοκαλιά για την πρώτη φάση του εξηλεκτρισμού της χώρας. Ο δεύτερος πυλώνας στην εξέλιξη του εξηλεκτρισμού της χώρας, μετά την ίδρυση της Επιχείρησης, ήταν ο νόμος 3523/1956, ο οποίος όρισε ως μοναδικό φορέα για την παραγωγή και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας τη ΔΕΗ. Ο νόμος προέβλεπε την εξαγορά, ακόμη και την απαλλοτρίωση, των ηλεκτρικών εταιρειών που υπήρχαν τότε στη χώρα (η ΗΕΑΠ εξαγοράσθη αντί 20 εκατομμυρίων λιρών στερλινών παρά της ΔΕΗ όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελευθερία» 3/12/1960) την επέκταση των δικτύων στην ύπαιθρο και την καθιέρωση ενιαίου χαμηλού τιμολογίου σε όλη την επικράτεια.
Το 1970 η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) είχε πλέον κατορθώσει να δημιουργήσει ένα εθνικό δίκτυο ηλεκτροδότησης όλης της χώρας και να προσφέρει ισότιμα σε όλους πρόσβαση στο ηλεκτρικό ρεύμα.
Από τότε μέχρι σήμερα η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού πέρασε πολλές φουρτούνες φθάνοντας στο σήμερα που έχει χρωματίσει τους λογαριασμούς σε πράσινους-κίτρινους-μπλε βυθίζοντας πιο πολύ στο σκότος τους ανήμπορους να αντιδράσουν καταναλωτές.
Η Διοίκηση