Του Προέδρου
Ευθυμίου Ρουσιά
Στις πυρκαγιές και στις πλημμύρες που πρόσφατα έπληξαν την πατρίδα μας, πολλοί νέοι ένιωσαν την ανάγκη να προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους στους συνανθρώπους τους. Ήταν τα νέα παιδιά που δεν ήταν ενταγμένα σε κάποιες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.) και οι οποίοι δεν παρωθήθηκαν ούτε από τα Μαζικά Μέσα Επικοινωνίας (Μ.Μ.Ε.) ούτε από κάποια μόδα της εποχής.
Απλά θέλησαν να βάλουν το δικό τους λιθαράκι ώστε να μη νικηθεί και καταστραφεί ο τόπος, το σπίτι και η περιουσία του συνανθρώπου τους από τη φωτιά και το νερό. Να μην πεθάνουν άνθρωποι επειδή οι δυνάμεις του κράτους δεν μπορούσαν ή δεν προλάβαιναν να βοηθήσουν όσους εγκλωβίστηκαν, να δείξουν τελικά ότι στις φλέβες τους κυλά αγάπη για τον πλησίον τους.
Αυτοί οι νέοι, οι οποίοι το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους, πιθανόν σε μία καφετέρια μπροστά σε ένα κινητό, να περνούν τον χρόνο τους άσκοπα, να μην είναι πολιτικοποιημένοι, να μην είναι σταθεροί στις σχέσεις τους, έδειξαν ότι ο άνθρωπος είναι γεννημένος να αγαπά, να νοιάζεται δηλαδή, να παίρνει πάνω του ό,τι μπορεί να βοηθήσει τον συνάνθρωπο, το περιβάλλον, τους νικημένους από το κακό και να δείξει ότι δεν χάθηκε η ελπίδα.
Και μαζί με τους νέους μας και άλλοι, μεγαλύτεροι, όπως ο γέροντας με τη βάρκα στην πλημμυρισμένη Θεσσαλία, που ένιωσε την ανάγκη να νικήσει τους δικούς του φόβους για τη ζωή και να μεταφέρει όσους μπορούσε σε ασφαλές μέρος.
Όπως ο στρατιωτικός που απλώθηκε στο μολυσμένο και λασπωμένο χώμα για να πατήσουν πάνω του οι ηλικιωμένοι και να βγούνε σε στεγνό σημείο, όπως οι αεροπόροι και οι πυροσβέστες που πάλεψαν νύχτες και ημέρες για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες πυρκαγιές και πλημμύρες, χωρίς τα χρήματα να λαμβάνουν να αντισταθμίζουν τον κίνδυνο που υφίστανται.