Ένα παραδοσιακό δρώμενο που αναβιώνει κάθε χρόνο στη Νάουσα την περίοδο της Αποκριάς, με ρίζες στην αρχαιότητα και την τουρκοκρατία
Οι «Γενίτσαροι και Μπούλες» (απαντάται και ως «Γιανίτσαροι και Μπούλες») είναι ένα παραδοσιακό δρώμενο που αναβιώνει κάθε χρόνο στη Νάουσα την περίοδο της Αποκριάς και έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και, πιο συγκεκριμένα, στη λατρεία του θεού Διονύσου.
Την πρώτη μαρτυρία για το δρώμενο έχουμε το 1706, αντί μνημοσύνου για το παιδομάζωμα της προηγούμενης χρονιάς από τους Οθωμανούς. Οι Ναουσαίοι αρνήθηκαν το παιδομάζωμα και σκότωσαν τον απεσταλμένο του σουλτάνου. Πολλοί Ναουσαίοι αναγκάστηκαν να βγουν κλέφτες στο βουνό, με αποτέλεσμα την εξολόθρευσή τους από τους Τούρκους. Ήταν τότε μέρες Αποκριάς.
Τον επόμενο χρόνο, το 1706, αντί μνημοσύνου, οι νέοι της Νάουσας ντύθηκαν την αρματολίτικη στολή και φορώντας τον «πρόσωπο» για να μην τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι, και με τα ασημικά ραμμένα στο στήθος να τους προστατεύουν δημιουργώντας έναν τέλειο θώρακα, γύριζαν στην πόλη αναπαριστώντας το ιστορικό αυτό γεγονός.
Τη μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και φθάνει αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας. Το έθιμο χαρακτηρίζει η πειθαρχημένη, τυποποιημένη και εξαιρετικής αισθητικής εμφάνιση των συμμετεχόντων. Το ντύσιμο, το μάζεμα, το προσκύνημα, το δρομολόγιο, η μουσική, οι χοροί, τα όργανα, εντάσσονται σε μία ιεροτελεστία που κρατά αυστηρά τους ίδιους κανόνες εδώ και αιώνες.
Παίρνουν μέρος μόνο νεαροί άνδρες, ανύπαντροι τα παλαιότερα χρόνια.
Ο Γενίτσαρος (Γιανίτσαρος) είναι ο πρωταγωνιστής. Περήφανος φουστανελοφόρος, με τα πολλά ασημικά στο στήθος και στη φουστανέλα, τη μακριά πάλα (σπαθί) και τον κέρινο «πρόσωπο». Η Μπούλα είναι κι αυτή άνδρας που υποδύεται τη γυναίκα χωρίς όμως να τη γελοιοποιεί, με φαρδιά φουστάνια και κέρινο «πρόσωπο» στολισμένο με τούλια και λουλούδια. Παιδιά προπορεύονται του μπουλουκιού, ενώ στο τέλος της πομπής ακολουθεί η μουσική, ο ζουρνάς και το νταούλι.
Το έθιμο ξεκινάει την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς όπου νωρίς το πρωί με τελετουργικό τρόπο αρχίζει το ντύσιμο. Από μακριά ακούγεται ο λυπητερός ήχος του ζουρνά και ο βαρύς χτύπος του νταουλιού που πλησιάζει στα σπίτια για να ξεκινήσει το μάζεμα πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι.
Όταν ο Γενίτσαρος (Γιανίτσαρος) είναι έτοιμος, θα τιναχτεί τρεις φορές στο παράθυρο του σπιτιού του και στη συνέχεια πηδά τρεις φορές στα δυο του πόδια. Είναι ο αποχαιρετισμός. Στην εξώπορτα θα κάνει τρεις φορές το σταυρό του και θα χαιρετίσει όλους όσοι ήρθαν να τον πάρουν. Πιασμένοι δυο-δυο θα πάνε να δουν τον επόμενο. Η Μπούλα θα φιλήσει το χέρι όλων των ανθρώπων του σπιτιού και στη συνέχεια όλου του μπουλουκιού. Είναι ιδιαίτερα συγκινητική η τελετή αποχαιρετισμού στο σπίτι και το καλωσόρισμα των μελών του μπουλουκιού.
Χωρίς να χορεύουν, φθάνουν κοντά στο μεσημέρι στο Δημαρχείο, όπου θα γίνει το προσκύνημα, θα πάρει δηλαδή ο αρχηγός την άδεια από τον Δήμαρχο να τελεστεί το έθιμο, να γυρίσουν χορεύοντας τους δρόμους της πόλης. Εκτός από την Μπούλα που υποκλίνεται, οι Γενίτσαροι (Γιανίτσαροι) θα γείρουν πίσω το κορμί τους και θα τινάξουν αγέρωχα το στήθος τους. Μόλις δοθεί η άδεια θα βγάλουν τις πάλες από τα θηκάρια και θ’ αρχίσουν οι καθορισμένες από την παράδοση πατινάδες από μαχαλά σε μαχαλά, σε καθορισμένο δρομολόγιο. Στις πλατείες θα χορέψουν κυκλικούς χορούς, ενώ το απόγευμα θα φθάσουν στην πλατεία Αλωνίων όπου θα βγάλουν τον «πρόσωπο» και θα ενωθούν μαζί με τον κόσμο για να χορέψουν.
Το έθιμο επαναλαμβάνεται την Κυριακή της Τυρινής, και συνεχίζεται την Καθαρή Δευτέρα χωρίς τους «πρόσωπους» ακολουθώντας όμως το ίδιο δρομολόγιο. Την Κυριακή της Ορθοδοξίας όλα τα μπουλούκια συναντιούνται στην περιοχή Σπηλαίου για να γλεντήσουν με παραδοσιακές πίτες, γλυκά του ταψιού και άφθονο ναουσαίϊκο κρασί.